- πεινήσας
- πεινήσᾱς , πεινάωto be hungryaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)πεινήσᾱς , πεινέωaor part act masc nom/voc sg (attic epic ionic)
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες). 2014.
πεινώ — και πεινάω / πεινῶ, άω και ιων. τ. έω, ΝΜΑ 1. κατέχομαι από πείνα, έχω πείνα, έχω ανάγκη τροφής 2. επιθυμώ κάτι διακαώς, ποθώ, ορέγομαι κάτι (α. «πεινήσας χρημάτων ἐπλούτησας», Ξεν. β. «μακάριοι οἱ πεινῶντες καὶ διψῶντες τὴν δικαιοσύνην», ΚΔ) 3.… … Dictionary of Greek